- επιφροσύνη
- ἐπιφροσύνη, ἡ (Α) [επίφρων]1. σύνεση, ετοιμότητα αντιλήψεως και κρίσεως («εἰ μὴ ἐπιφροσύνην δῶκε γλαυκῶπις Ἀθήνη», Ομ. Οδ.)2. φώτιση, καθοδήγηση από τον θεό («κατ’ ἐπιφροσύνην τοῡ θεοῡ», Ιώσ.)3. παρατήρηση, επισκόπηση4. συνετή επιφύλαξη.
Dictionary of Greek. 2013.